- πόρεψη
- η1) необходимое (для жизни); 2) добывание самого необходимого, обеспечение самым необходимым (для жизни)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πόρεψη — η, Ν 1. η εξοικονόμηση τών αναγκαίων προς το ζην 2. τα αναγκαία προς το ζην, ιδίως οι τροφές («έχω την πόρεψή μου» εξοικονομώ τα αναγκαία προς το ζην). [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρευσις < πορεύω (πρβλ. χώνεψη)] … Dictionary of Greek
πόρεψη — η εξοικονόμηση των απαραίτητων για τη ζωή, αλλ. βόλεμα, βολή: Ο καθένας κοιτάζει την πόρεψή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)